- επιβραβευτικός
- η , ό[ν] вознаграждающий, служащий наградой, вознаграждением
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιβραβευτικός — ή, ό [επιβράβευση] αυτός που γίνεται για επιβράβευση … Dictionary of Greek
επιβραβευτικός — ή, ό που επιβραβεύει, που γίνεται ή χρησιμεύει για επιβράβευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)